Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Οι ρίζες του φόβου και του άγχους

Οι ρίζες του φόβου και του άγχους
Bret S. Stetka, MD
Medscape Psychiatry, 10 Ιουνίου 2014

Την Τρίτη 6 Μαΐου, στο αχανές Κέντρο Javitz της Νέας Υόρκης, η Δρ. Μπ. Τζ. Καίησυ (BJ Casey), Ph.D., ανέβηκε στο βήμα για να πραγματευτεί το γιατί κάποιοι από εμάς είμαστε αγχώδεις – πώς αναπτύσσουμε νευροβιολογικά ανταποκρίσεις φόβου και άγχους.  Η Δρ. Καίησυ είναι καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχοβιολογίας και Διευθύντρια του Ινστιτούτου Σάκλερ στην Ιατρική Σχολή Weill του Πανεπιστημίου Κορνέλ, που μιλώντας σε έναν μεγάλο χώρο με ψυχιάτρους, ψυχολόγους και ερευνητές στην 167η Ετήσια Συνάντηση της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ξεκίνησε την ομιλία της λέγοντας «Σας ευχαριστώ, ελπίζω να έχετε καφέ μαζί σας γιατί η ώρα μετά το φαγητό είναι δύσκολη».
Μέχρι και το 18% ενηλίκων στις ΗΠΑ [1] και πάνω από το 30% των νεαρών ατόμων [2] υποφέρουν από κάποια μορφή άγχους, καθιστώντας τοτην πιο διαδεδομένη ψυχική διαταραχή στη χώρα αυτή.  Ανάλογα με τον τύπο του άγχους και την χρονική πορεία των συμπτωμάτων, οι ενήλικες με άγχος συνήθωςαντιμετωπίζονται με διάφορους συνδυασμούς αγχολυτικών ταχείας δράσης (δηλαδή, βενζοδιαζεπίνες), με άλλες φαρμακοθεραπείες, όπως τα αντικαταθλιπτικά αλλά και με ψυχοθεραπεία, ιδιαιτέρως γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία (CBT).
Παρόμοιες στρατηγικές χρησιμοποιούνται σε παιδιά και εφήβους, με την γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία να είναι η κύρια συμπεριφορική θεραπεία που χρησιμοποιείται σε αυτόν τον πληθυσμό βάσει τεκμηρίωσης.  Η ιδέα είναι να προσδιοριστεί η αιτία του άγχους και να αντικατασταθούνοι συναφείς αρνητικές συμπεριφορές και τρόποι σκέψης με θετικές.  Η βασιζόμενη στην έκθεση θεραπεία, ένας τύπος γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας, θεωρείται μία από τις πιο αποτελεσματικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του παιδιατρικού άγχους, αν και εξακολουθεί να έχει ποσοστό επιτυχίας μόνο 50-60%.[3]  Η τεχνική περιλαμβάνει σταδιακά και κατ' επανάληψη την έκθεση του ασθενή σε ένα ερέθισμα ή κατάσταση που προκαλεί άγχος ή φόβο έως ότου είναι σε θέση να ξεπεράσουν τις αρνητικές συσχετίσεις και αντιδράσεις - με άλλα λόγια, προσπαθούν να τους απευαισθητοποιήσουν από τα αγχογόνα σήματα.
Το άγχος συχνά μένει αδιάγνωστο και κατά συνέπεια χωρίς θεραπεία τόσο σε παιδιά όσο και σε εφήβους.  Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια και εξουθενωτική ψυχική και σωματική πάθηση.  Η Καίησυ και ορισμένοι από τους συνεργάτες της πιστεύουν ότι οιεκβάσεις των ασθενών μπορούν να βελτιωθούν, όχι μόνο μέσω της βελτιωμένης αναγνώρισης της διαταραχής, αλλά και με την εξατομίκευση της θεραπείας.  Αν οι ερευνητές μπορούν να ξεμπερδέψουν το πλέγμα των συνδέσεων που λαμβάνουν χώρα στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο, και πώς ορισμένα αναπτυξιακά πρότυπα αυξάνουν ή μειώνουν τον κίνδυνο άγχους, οι κλινικοί γιατροί θα είναι τότε σε θέση να προσδιορίσουνκαλύτερα ποιοι ασθενείς είναι πιθανότερο να ανταποκριθούν σε μια συγκεκριμένη θεραπεία.
Ο εγκέφαλος των εφήβων ξεχειλίζει από δραστηριότητα και επιρροές. «Τα κατά περιοχές «κλαδέματα» των συνάψεων και οι αλλαγές στην μυελίνωση συμβαίνουν σε ένα χρονικό διάστημα που ο εγκέφαλος είναι κυριολεκτικά μαριναρισμένος με φυλετικές ορμόνες», δήλωσε η Κέισι.  Και συνέχισε, «Βλέπουμε επίσης κορυφαίες συγκεντρώσεις σε νευροτροφίνες και σε άλλες νευροχημικές ενώσεις σημαντικές για την ρύθμιση του συναισθήματος και του φόβου».  Οι νευροτροφίνες είναι πρωτεΐνες που ελέγχουν την ανάπτυξη και λειτουργία των νευρώνων.
Η Καίησυ στη συνέχεια επεσήμανε ότι παρόλο που οι περισσότερες μελέτες απεικόνισης του εγκεφάλου σε εφήβους έχουν μελετήσει το φλοιό, οι εν τω βάθει, πιο πρωτόγονες δομές του εγκεφάλου διαδραματίζουν επίσης βασικό ρόλο στην ανάπτυξη, ιδίως όσον αφορά την εκμάθηση της συναισθηματικής σημασίας των σημάτων από το περιβάλλον.  Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, πολλά εργαστήρια εξέταζαν το πώς διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, τόσο οι πρωτόγονεςόσο και οι του φλοιού, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης.


Πρώιμες Εμπειρίες και Άγχος αργότερα κατά την διάρκεια της Ζωής

Τότε πώς οι διάφορες αναπτυσσόμενες περιοχές του εγκεφάλου συμβάλλουν στην συναισθηματική ανάπτυξη μας;  Και πώς οι εμπειρίες μας στην εφηβεία κατευθύνουν την ωρίμανση του εγκεφάλου και συμβάλλουν στο φόβο και το άγχος αργότερα στην ζωή μας;  Η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στην αμυγδαλή, που αποτελεί τμήμα του υποφλοιϊκού μεταιχμιακού συστήματος και παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του συναισθήματος.  Επίσης σε αυτό συμμετέχει ο προμετωπιαίος φλοιός, το πρόσθιο τμήμα του εγκεφαλικού φλοιού μας που είναι αρμόδιο για τη σύνθετη σκέψη και την επεξεργασία των συναισθημάτων.
Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι τα σήματα φόβου μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη δραστηριότητα της αμυγδαλής.  Και όπως η Καίησυ επεσήμανε, ο προμετωπιαίος φλοιός αναμεταδίδει ανασταλτικά σήματα στην αμυγδαλή, ως μέρος του κυκλώματος ρύθμισης του φόβου.  Με επαναλαμβανόμενη έκθεση σε ένα αρχικά φοβικό ερέθισμα που αποδεικνύεται ότι δε είναι απειλητικό, η αυξημένη σηματοδότηση από τον προμετωπιαίο φλοιό μειώνει την δραστηριότητα της αμυγδαλής.  Κατά συνέπεια, η εξαγωγή σημάτων προς το αυτόνομο νευρικό σύστημα είναι μειωμένη, και έτσι αισθανόμαστε λιγότερο φόβο.
Φυσικά, η νευροβιολογία του άγχους στον άνθρωπο είναι πολύ πιο περίπλοκη από ένα κύκλωμα σήματος: αισθητηριακά σήματα εισέρχονται προς τον πλάγιο πυρήνα της αμυγδαλής, όπου διατηρούνται οι μνήμες φόβου, ενώ οι προβολές από τον κεντρικό πυρήνα της αμυγδαλής επηρεάζουν επίσης τις ανταποκρίσεις μας στο φόβο τόσο από το αυτόνομο νευρικό όσο και από το ενδοκρινικό σύστημα.  Αλλά είναι η σχέση ανάμεσα στην αμυγδαλή και τον προμετωπιαίο φλοιό που ελέγχει την ικανότητά μας να εξοικειωθούμε με τα σήματα που θα μπορούσε διαφορετικά να οδηγήσει σε άγχος και σε φόβο.
Η έρευνα των Hare και συνεργατών (συμπεριλαμβανομένης της Καίησυ) [4], διαπίστωσε ότι σε παιδιά που αυτοχαρακτηρίζονται ως έχοντα υψηλό άγχος, ένα φοβικό ερέθισμα συνεπάγεται την αρχική επιστράτευση της δραστηριότητας της αμυγδαλής, όπως αναμενόταν.  Ωστόσο, με επανειλημμένες παρουσιάσεις του ίδιου σήματος, η δραστηριότητα της αμυγδαλής δεν επιστρέφει στα αρχικά βασικά επίπεδα, όπως συμβαίνει σε μη αγχωμένα άτομα της ομάδας ελέγχου.  Η ικανότητά τους να συνηθίζουν είναι μειωμένη.  Η Καίησυ εξήγησε στη συνέχεια τους πιθανούς λόγους γιατί συμβαίνει αυτό.  Όπως σε τόσες πολλές διαταραχές, ψυχικές και παθολογικές, ο ένοχος μπορεί να προέρχεται από το περιβάλλον, να είναι γενετικός, και μάλιστα πολλές φορές και τα δύο.
Για να εντοπίσει πιθανές περιβαλλοντικές επιδράσεις επί του άγχους, η Καίησυ και η ομάδα της στράφηκαν προς την συχνά τραυματική εμπειρία της ανατροφής σε ένα ορφανοτροφείο. [5]  Ήθελαν να αξιολογήσουν πώς οι αντιξοότητες ενωρίς στη ζωή επηρεάζουν την ρύθμιση των συναισθημάτων, κατά μία έννοια, χρησιμοποιώντας τα παιδικά χρόνια στο ορφανοτροφείο ως αντιπροσωπευτικά αποδιοργανωμένης γονεϊκότητας.
Εξέτασαν παιδιά που μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία του εξωτερικού που υιοθετήθηκαν και μεταφέρθηκαν στην περιοχή της πόλεως της Νέας Υόρκης.  Τα άτομα της μελέτης ήταν ηλικίας μεταξύ 5 και 15 ετών και είχαν μείνει στις Ηνωμένες Πολιτείες για τουλάχιστον δυο χρόνια, για να διασφαλιστεί ότι είχαν χρόνο για να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον.
Πρώτα, τους παρουσίαζαν μια σειρά από ουδέτερα οπτικά σήματα σε μια οθόνη.  Στη συνέχεια, προβαλλόταν ένα πρόσωπο πουπροκαλούσε φόβο, στοοποίο ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να μην δώσουν προσοχή.  Εκείνοι που μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία παρουσίασαν σε μεγαλύτερο ποσοστό αυξημένη δραστηριότητα της αμυγδαλής ως απάντηση στο σήμα φόβου – στην ομάδα ελέγχου παρατηρήθηκε αυξημένη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό, πιθανώς καταστέλλοντας την προσοχή προς το σήμα φόβου.
Ένα σημαντικό μέρος της ρύθμισης του συναισθήματος είναι η ικανότητά μας να καταστέλλουμε ακατάλληλες αντιδράσεις - με άλλα λόγια, να μην δαπανούμε την προσοχή μας σε συναισθηματικά σήματα που δεν έχουν μεγάλη σχέση με μια κατάσταση.  Εκείνοι που μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία δεν ήταν σε θέση να ανακατευθύνουν την προσοχή τους και να αγνοήσουν σήματα φόβου.
Η έρευνα αποκάλυψε επίσης πώς τα ευρήματα αυτά μπορεί να σχετίζονται με την λειτουργικότητα στον πραγματικό κόσμο.  Όταν τα συμμετέχοντα παιδιά ήρθαν στο εργαστήριο, ζητήθηκε από τον κάθε θετό γονέα τους να φύγει για να παίξουν ένα παιχνίδι με έναν ερευνητή για 10-15 λεπτά.  Όταν επέστρεψαν, η ομάδα της Καίησυ θα παρακολουθούσε τις αλληλεπιδράσεις τους με τους θετούς γονείς τους - τα παιδιά με μεγαλύτερη δραστηριότητα της αμυγδαλής έκαναν σημαντικά μικρότερη βλεμματική επαφή μετά από αυτό το χωρισμό και την επανένωση με τον θετό τους γονέα.
Η Καίησυ προειδοποίησε ότι ένα μειονέκτημα των νατουραλιστικών πειραμάτων σε ανθρώπους είναι η έλλειψη ελέγχου επί της προγεννητικής ιστορίας και του γενετικού τους υπόβαθρου.  Έτσι, τα ευρήματα του παθολογικά ρυθμιζόμενου φόβου μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες διαφορετικούς από την «αποδιοργανωμένη γονεϊκότητα» της εμπειρίας στο ορφανοτροφείο.
Για να βοηθήσει στην αποκάλυψη της αιτιολογίας, η ομάδα της έκανε μια παράλληλη μελέτη [5] που μιμείται την εμπειρία ορφανοτροφείου σε ποντίκια.  Υλικό που είχε συλλεχθεί προς φύλαξη από τις φωλιές τους απομακρύνθηκε από τα κλουβιά, και παρακολουθήθηκε η συμπεριφορά των μητέρων.  Οι μητέρες αφιέρωναν περισσότερο χρόνο αναζητώντας τροφή για φύλαξη από ότι με τα νεογνά τους.  Οι μητέρες των οποίων οι φωλιές δεν πειράχθηκαν αφιέρωναν περισσότερο χρόνο για να καθαρίσουν τα σκουπίδια τους.
Αυτό το μοντέλο χρησιμοποιείται στη συνέχεια για να εκτιμηθεί η εξοικείωση στον φόβο, χρησιμοποιώντας μια παρόμοια προσέγγιση όπως στο ανθρώπινο πείραμα. [6]  «Πώς μπορείτε να κάνετε τα ποντίκια να αγνοήσουν μια παρόμοια απειλή;» ρώτησε η Καίησυ.  «Όπως αποδεικνύεται, τους αρέσει πραγματικά το ζαχαρούχο συμπυκνωμένο γάλα», συνέχισε.  Τα ποντίκια μπήκαν σε ένα «σπίτι-κλωβό» εφοδιασμένο με ένα ακροφύσιο γάλακτος. Όταν όμως αυτά μετακόμισαν σε ένα νέο κλουβί με ένα φως, που τα τρωκτικά το θεωρούν απειλή, αυτά είχαν «παγώσει» για ένα χρονικό διάστημα πριν αναζητήσουν πάλι το γάλα.
Αυτός ο βραδύτερος λανθάνων χρόνος σε παρουσία του στρες συσχετίστηκε με αυξημένη δραστηριότητα της αμυγδαλής.  Αυτό το πρότυπο της λανθάνουσας κατάστασης μεγαλύτερης διάρκειας και της μεγαλύτερης δραστηριότητας της αμυγδαλής παρέμεινε ακόμα και όταν ο στρεσογόνος παράγοντας αφαιρούνταν μετά από είκοσι ημέρες, και ακόμη και μετά την ανάπτυξη του προμετωπιαίου φλοιού στην ενήλικη ζωή, υποδεικνύοντας μακροπρόθεσμη απορρύθμιση των συναισθημάτων σε πρόωρες αντιξοότητες.


Γενετικές Συνεισφορές

Οι γενετικές επιδράσεις φαίνεται επίσης να αποτελούν μια σημαντική συμβολή στο φόβο και το άγχος.  Ιδιαίτερης σημασίας φαίνεται να είναι το γονίδιο που κωδικοποιεί τον νευροτροφικό παράγοντα του εγκεφάλου (brain-derived neurotrophic factor, BDNF), μία νευροτροφίνη υπεύθυνη για την ανάπτυξη, την διαφοροποίηση και την επιβίωση των νευρώνων.
Η συνάδελφος της Καίησυ στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ Δρ. Φράνσις Λη (Frances Lee) έχει αναπτύξει ένα νέο στέλεχος του ποντικού που φέρει έναν πολυμορφισμό του BDNF στον οποίο η μεθειονίνη έχει υποκατασταθεί με βαλίνη στην θέση 66.  Αυτό το μοντέλο με μοναδικό πολυμορφισμό BDNF αυτό της Val66Met έχει ως αποτέλεσμα την μειωμένη δραστικότητα της νευροτροφίνης, συνοψίζοντας βιολογικά τα αποτελέσματα του πολυμορφισμού αυτού στον άνθρωπο. [7]  Τα ποντίκια μιμούνται την «αζήτητη ντάμα στο χορό του σχολείου», σύμφωνα με την Καίησυ: όταν ελέγχονται σε μία ενέργεια σε ανοικτό χώρο, αφιέρωναν περισσότερο χρόνο με το να μένουν κοντά στους τοίχους, μια ένδειξη συμπεριφοράς που προσομοιάζει με άγχος. [8]
Η Φατίμα Σόλιμαν, κοινή υποψήφια διδάκτορας ιατρός των Κέισυ και Λη, πραγματοποίησε μια σχετική μελέτη στα ποντίκια και ανθρώπους με τον πολυμορφισμό BDNF Val66Met, [9] ερευνώντας για παβλοβιανή εξαρτημένη μάθηση των σημάτων φόβου και την ικανότητά τους να εξαλείφουν αρνητικούς συνειρμούς.  Τα ποντίκια έλαβαν ένα μικρό σοκ στο πόδι σε συνδυασμό με ένα ουδέτερο ηχητικό τόνο, ενώ στους ανθρώπους είχαν παίξει έναν ενοχλητικό ήχο – η Κέισυ τον παρομοίασε με «αντιπαθητικό ξυπνητήρι» – σε συνδυασμό με αθώες εικόνες από χρωματιστά τετράγωνα.  Στη συνέχεια, τα εξαρτημένα ερεθίσματα παρουσιάστηκαν επανειλημμένα χωρίς το ενοχλητικό ερέθισμα, και τα άτομα παρακολουθήθηκαν ως προς τις αντιδράσεις τους στο φόβο (σε ποντίκια, το «πάγωμα», σε ανθρώπους, η εφίδρωση).
Τα άγριου τύπου ποντίκια βρέθηκαν να «παγώνουν» αρχικά, αλλά όχι μετά από πολλές επαναλήψεις του ήχου – τα ποντίκια με τον πολυμορφισμό BDNF Val66Met παρουσίασαν συμπεριφορά «παγώματος» που δεν εξαλείφθηκε στις επόμενες δοκιμές.  Παρόμοια ευρήματα παρατηρήθηκαν σε ανθρώπους με τον πολυμορφισμό, ο οποίος υπάρχει σε περίπου 30% των ατόμων της καυκάσιας φυλής.
Ένας απλός πολυμορφισμός είναι απίθανο να ευθύνεται πλήρως για την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου φόβου και των συναφών νευροαναπτυξιακών ανωμαλιών, ενώ με διπλάσιες επαναλήψεις του ηχητικού ερεθίσματος, τελικά έμαθαν.  Ωστόσο, σε άτομα που φέρουν την υποκατάσταση μεθειονίνης στο γονίδιο του BDNF, ο φόβος δεν εξαλείφεται τόσο εύκολα σε απόκριση προς επανειλημμένα μη απειλητικά σήματα - σε εκείνους που στην συγκεκριμένη θέση φέρουν βαλίνη, ο φόβος εξαλείφεται πιο εύκολα.  Χρησιμοποιώντας τεχνικές νευροαπεικόνισης, οι συγγραφείς έδειξαν ότι οι φορείς του πολυμορφισμού παρουσίαζαν μεγαλύτερη δραστηριότητα στην αμυγδαλή και λιγότερη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό σε αλλεπάλληλες παρουσιάσεις σημάτων.


Κλινικές Επιπτώσεις και Διαχείριση της Μνήμης

Ο τελικός στόχος αυτής της προσπάθειας είναι φυσικά, η θεραπεία των ασθενών που υποφέρουν από άγχος.  Τα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να είναι δυνατό να προβλέψουμε ποιοι θα ανταποκριθούν σε ορισμένες θεραπείες με βάση το γενετικό τους προφίλ και ο συσχετισμός του με την εξάλειψη του φόβου.
Μια μελέτη [10] έδειξε ότι οι ενήλικες με διαταραχή μετατραυματικής ψυχοπίεσης οι οποίοι φέρουν τον πολυμορφισμό BDNF-Val66Met δεν ανταποκρίνονται καλά στην έκθεση στην γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.  Η συλλογική εργασία των Καίησυ και Λη ερεύνησε την εξαρτημένη μάθηση ως προς τον φόβο σε όλες τις ηλικίες για να διαπιστωθεί αν ορισμένες ηλικιακές ομάδες είναι περισσότερο ή λιγότερο σε θέση να εξαλείψουν μνήμες φόβου. [11]
Σε απάντηση στα ίδια αρνητικά σήματα όπως και στις προηγούμενες εργασίες τους, τα προεφηβικά και ενήλικα ποντίκια έδειξαν σημαντική εξάλειψη του φόβου, ενώ τα έφηβα ποντίκια έδειξαν μικρή έως καμία.  Οι άνθρωποι παρουσίασαν ένα παρόμοιο πρότυπο ανταπόκρισης.  Χρησιμοποιώντας την έκφραση του γονιδίου c-Fos, ενός έμμεσου δείκτη της νευρωνικής δραστηριότητας - οι ερευνητές έδειξαν ότι ο προμετωπιαίος φλοιός δεν είναι σε μεγάλο βαθμό επιστρατευμένος στους εφήβους – κατά συνέπεια, ο φόβος τους δεν εξαλείφεται το ίδιο καλά σε επαναλαμβανόμενη παρουσίαση σημάτων ανολοκλήρωτων απειλών.
Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι τα άτομα ορισμένων ηλικιών μπορεί να μην ανταποκρίνονται το ίδιο σε έκθεση στην γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.  Η εξέταση των υφιστάμενων κλινικών δεδομένων από την Καίησυ και τον συνεργάτη της Δρ. Τζων Γουώκαπ δείχνουν ότι αυτό μπορεί να είναι ο κανόνας, αλλά χρειάζονται περαιτέρω έρευνες.  Συλλογικά, η προσπάθεια αυτή παρέχει ενδείξεις για ποιον και πότε οι μορφές έκθεσης της γνωσιακής συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικές. [12]
Γυρίζοντας πίσω στις νευροβιολογικές βάσεις του άγχους, η Καίησυ κατέληξε με το να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις τρέχουσες εργασίες στο εργαστήριό της, να ερευνήσει πώς το άγχος μπορεί να ανακουφιστεί παρακάμπτοντας την εξάρτηση από τις κρίσιμες προβολές από τον προμετωπιαίο φλοιό στην αμυγδαλή που εξακολουθούν να αναπτύσσονται κατά την εφηβεία και μεταβάλλοντας τις ίδιες τις μνήμες φόβου στο επίπεδο της αμυγδαλής.  «Η μνήμη δεν είναι στατική, αλλά δυναμική» είπε η Καίησυ.  «Όταν μαθαίνουμε κάτι, το αποθηκεύουμε στη μνήμη.  Κάθε φορά όμως που το ανακαλούμε, το ενημερώνουμε με νέες πληροφορίες.  Μπορούμε να επισυνάψουμε ένα νέο νόημα στην μνήμη αυτή».
Είναι η τροποποίηση μιας μνήμης τόσο εύκολη;  Ενδεχομένως.  Η Καίησυ και οι συνεργάτες της θέλησαν να μετριάσουν τις μνήμες φόβου μεταβάλλοντας τη μνήμη κατά τη διάρκεια της λεγόμενης μνήμης «παράθυρου επανασυγχώνευσης», το οποίο φαίνεται να διαρκεί μεταξύ 10 λεπτών και λίγων ωρών μετά την ανάκτηση της υπάρχουσας μνήμης.  Με βάση την εργασία σε ενήλικες των Monfils και συνεργατών [13] και των Schiller και συνεργατών [14], εφάρμοσαν για πρώτη φορά την αξιόπιστη δυσάρεστη μέθοδο θορύβου/χρωματιστού τετραγώνου τους για να επάγουν την απόκτηση του φόβου.  Πριν από την εκπαίδευση εξάλειψης της μνήμης φόβου, παρουσίαζαν ένα τετράγωνο που είχε συζευχθεί με έναν δυσάρεστο θόρυβο ως υπενθύμιση.
Μετά από αναμονή 10-15 λεπτών - για να συμπέσει με το παράθυρο επανασυγχώνευσης – η μάθηση εξάλειψης ξεκίνησε.  Εκείνοι που δεν είχαν εκτεθεί στο σήμα υπενθύμισης πριν από την εκμάθηση εξάλειψης παρουσίασαν μια ανταπόκριση διέγερσης, όταν επανελέγχθησαν την επόμενη μέρα.  Όσοι είχαν εκτεθεί στην υπενθύμιση δεν την παρουσίασαν.
«Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι ένας τρόπος για να εργαστείτε με τον ανθεκτικό στην έκθεση φόβο και άγχος είναι με την αξιοποίηση της εν λόγω περιόδου επανασυγχώνευσης», δήλωσε η Καίησυ, προς το τέλος της ομιλίας της.  Δεν είναι ότι η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία δεν λειτουργεί σε όλους τους τομείς στους εφήβους, αλλά μάλλον ότι αυτά που είναι απαραίτητα είναι ο σωστός τύπος και το χρονοδιάγραμμα της γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας.
Η Κέισυ υποδηλώνει ότι οι κλινικοί θεραπευτές βασίζονται στα ευρήματα από το παράθυρο επανασυγχώνευσης στην κλινική.  Πρώτα, ο ασθενής έρχεται στην κλινική και του υπενθυμίζεται γιατί είναι εκεί (σήμα υπενθύμισης).  Στη συνέχεια, οι κλινικοί θεραπευτές δημιουργούν μια θετική και ασφαλή σχέση με τον ασθενή για 10-15 λεπτά, αναμένοντας αυτό το κρίσιμο παράθυρο της φαινόμενης πλαστικότητας (παράθυρο επανασυγχώνευσης) - και στη συνέχεια ξεκινούν την θεραπεία έκθεσης.  «Πολλοί κλινικοί θεραπευτές το έχουν ήδη κάνει αυτό», σχολίασε η Καίησυ, «αλλά εμείς [προηγουμένως], απλά δεν είχαμε τα στοιχεία για το γιατί αυτό το χρονοδιάγραμμα μπορεί να είναι τόσο αποτελεσματικό για ορισμένους και όχι για τους άλλους».
Μετά την ομιλία της Καίησυ, κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων, ένα μέλος του ακροατηρίου ρώτησε αν τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ώρας δείχνουν ότι «το προεφηβικά ανήσυχο παιδί γίνεται αναπόφευκτα το αγχωμένο παιδί της εφηβείας».
Η απάντηση της Καίησυ υπέδειξε ότι όλες οι ελπίδες δεν έχει χαθεί - η έγκαιρη παρέμβαση πριν το κύκλωμα γίνει δυσμετάβλητο μπορεί να είναι η καλύτερη ελπίδα για την ανακούφιση του άγχους.  Αυτό θα απαιτήσει καλύτερη και έγκαιρη αναγνώριση των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο, προκειμένου να παρέμβουμε και να αποτρέψουμε τελικά την κλιμάκωση του άγχους.  «Αντιμετωπίζω πολλούς σπουδαστές κολλεγίων με κοινωνική φοβία που είναι τρομοκρατημένοι όταν πρόκειται να μιλήσουν σε τάξεις», αποκρίθηκε, «εάν είχαν λάβει θεραπεία έκθεσης ενωρίτερα, θα ήταν περισσότερο δεκτικοί σε θεραπεία τώρα;  Είναι πιθανό - αλλά εμείς απλά δεν το γνωρίζουμε».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.         Kessler RC, Demler O, Frank RG, et al. Prevalence and treatment of mental disorders, 1990 to 2003. N Engl J Med. 2005;352:2515-2523.
2.         Merikangas KR, He JP, Burstein M, et al. Lifetime prevalence of mental disorders in U.S. adolescents: results from the National Comorbidity Survey Replication -- Adolescent Supplement (NCS-A). J Am Acad Child Adolesc Psychiatry. 2010;49:980-989.
3.         Walkup JT, Albano AM, Piacentini J, et al. Cognitive behavioral therapy, sertraline, or a combination in childhood anxiety. N Engl J Med. 2008;359:2753-2766.
4.         Hare TA, Tottenham N, Galvan A, Voss HU, Glover GH, Casey BJ. Biological substrates of emotional reactivity and regulation in adolescence during an emotional go-nogo task. BiolPsychiatry. 2008;63:927-934.
5.         Tottenham N, Hare TA, Millner A, Gilhooly T, Zevin JD, Casey BJ. Elevated amygdala response to faces following early deprivation. Dev Sci. 2011;14:190-204.
6.         Malter Cohen M, Jing D, Yang RR, Tottenham N, Lee FS, Casey BJ. Early life stress has persistent effects on amygdala function and development in mice and humans. ProcNatlAcadSci U S A. 2013;110:18274-18278.
7.         Pattwell SS, Bath KG, Perez-Castro R, Lee FS, Chao MV, Ninan I. The BDNF Val66Met polymorphism impairs synaptic transmission and plasticity in the infralimbic medial prefrontal cortex. J Neurosci. 2012;32:2410-2421.
8.         Chen ZY, Jing D, Bath KG, et al. Genetic variant BDNF (Val66Met) polymorphism alters anxiety-related behavior. Science. 2006;314:140-143.
9.         Soliman F, Glatt CE, Bath KG, et al. A genetic variant BDNF polymorphism alters extinction learning in both mouse and human. Science. 2010;327:863-866.
10.       Felmingham KL, Dobson-Stone C, Schofield PR, Quirk GJ, Bryant RA. The brain-derived neurotrophic factor Val66Met polymorphism predicts response to exposure therapy in posttraumatic stress disorder. BiolPsychiatry. 2013;73:1059-1063.
11.       Pattwell SS, Duhoux S, Hartley CA, et al. Altered fear learning across development in both mouse and human. ProcNatlAcadSci U S A. 2012;109:16318-16323.
12.       Drysdale AT, Hartley CA, Pattwell SS, et al. Fear and anxiety from principle to practice: implications for when to treat youth with anxiety disorders. BiolPsychiatry. 2013;75:e19-e20.
13.       Monfils MH, Cowansage KK, Klann E, LeDoux JE. Extinction-reconsolidation boundaries: key to persistent attenuation of fear memories. Science. 2009;324:951-955.
14.       Schiller D, Monfils MH, Raio CM, Johnson DC, Ledoux JE, Phelps EA. Preventing the return of fear in humans using reconsolidation update mechanisms. Nature. 2010;463:49-53.